- προγεννήτειρα
- προγεννήτειραancestressfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προγεννήτειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. προγεννήτωρ … Dictionary of Greek
προγεννήτειραν — προγεννήτειρα ancestress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγεννήτωρ — και προγενέτωρ, ορος, ὁ, θηλ. προγεννήτειρα, Α 1. ο προπάτωρ, ο πρώτος πατέρας γένους, ο γενάρχης 2. το θηλ. η πρώτη μητέρα γενιάς, προμήτωρ 3. στον πληθ. οἱ προγεννήτορες οι πρόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προγεννῶ/προγίγνομαι + επίθημα τωρ (πρβλ.… … Dictionary of Greek